κορεστός

κορεστός
κορεστ-ός, ή, όν,
A sated; to be sated, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κορεστός — κορεστός, ή, όν (Α) [κορέννυμι] αυτός που έχει κορεστεί ή αυτός τον οποίο μπορεί να κορέσει κάποιος, αυτός που επιδέχεται κορεσμό …   Dictionary of Greek

  • κατακορέστως — (Μ) επίρρ. αχόρταγα, με πάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀ κορέστως (< ἀ κόρεστος «αχόρταγος»)] …   Dictionary of Greek

  • κορεννύω — (ΑM κορεννύω, Α και κορέννυμι και κορέω και κορέσκω [στη νεοελλ. συν. στον μέλλ., αόρ. και παρακμ.]) 1. γεμίζω κάτι όσο το δυνατό περισσότερο, υπερπληρώ «κορέσαι στόμα... ἐμᾱς σαρκός», Σοφ.) 2. προκαλώ σε κάποιον το αίσθημα τού χορτασμού ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”